- πρωτοσπορος
- I.πρωτοσπόροςπρωτο-σπόρος2вначале рожденный, первозданный
(ἀρχή Luc.)
II.πρωτόσποροςπρωτό-σπορος2впервые созидающий, творящий(θεοῦ φωνή Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀρχή Luc.)
(θεοῦ φωνή Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πρωτοσπόρος — sowing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοσπόρος — ον, Α αυτός που σπέρνει ή γεννά ή γονιμοποιεί πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σπόρος (< σπόρος < σπείρω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.] … Dictionary of Greek
πρωτόσπορος — ον, ΜΑ αυτός που σπάρθηκε ή γονιμοποιήθηκε πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σπόρος (< σπόρος < σπείρω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.] … Dictionary of Greek
πρωτοσπόρε — πρωτοσπόρος sowing masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοσπόρου — πρωτοσπόρος sowing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοσπόρων — πρωτοσπόρος sowing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοσπόρῳ — πρωτοσπόρος sowing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)